Σπουδή στο ίδιο και το άλλο – τρόποι να μην αφαιρείσαι όταν περπατάς

Siskind_San_Luis_Potosi_16

Aaron Siskind, San Luis Potosi 16, 1961

 

Είδα στο διαδίκτυο φωτογραφίες του εξπρεσιονιστή φωτογράφου Aaron Siskind – κάποιος τον ανέφερε σε ένα κείμενο και συνηθίζω ανακλαστικά πια όταν διαβάζω να ψάχνω και  με το google. Είδα λοιπόν και θαύμασα.

Το βλέμμα του άλλου και πώς μετατρέπει το οικείο σε ανοίκειο, πώς μετασχηματίζει τα

DSC02251

Τί γράφει κάτω από την αφίσα;

παλίμψηστα σε αφηρημένες  εικόνες, σε άλλες εικόνες σε κάτι άλλο που έχει ενδιαφέρον και σε γοητεύει να θέλεις να βλέπεις, να βλέπεις και να θέλεις να δημιουργήσεις το ίδιο κι εσύ με τα μέσα που έχεις – όσο ταπεινά και αν είναι. Νομίζω δεν έχει σημασία η μηχανή αλλά η διάθεση,  η τύχη και η επιμονή.

Το βλέμμα του Siskind λοιπόν και μια διάθεση να παίξω, να ομορφύνω το ίδιο που βλέπω όταν περπατώ, όταν αφαιρούμαι πια και δεν βλέπω στη γειτονιά μου, με απορροφούν οι σκέψεις μου αλλά νομίζω ότι βρήκα παιχνίδι και άρχισα να φωτογραφίζω σε μια περιοχή τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων γύρω από το σπίτι μου τις κολώνες της ΔΕΗ που έχουν αφίσες και αγγελίες. Κάποιες έχουν ακόμη αφίσες, κάποιες τις έχουν καθαρίσει. Ωστόσο άρχισα να φαντάζομαι ότι αν ζουμάρω και κρύψω τα κλαδιά από πίσω, ή αν πάω πολύ κοντά και δεν φαίνεται η κυρτή επιφάνεια της κολώνας, αν αυτό είναι ασπρόμαυρο και προσπαθήσω να αυξήσω την αντίθεση, θα δω εικόνες σαν και αυτή που με είχε σαγηνεύσει. Ίσως.

Προχωρούσα λοιπόν και έλπιζα.

kol2

Ίχνη και εύγλωττα σημάδια της ανάγκης

Και μετά άρχισα το παιχνίδι του άλλου. Αυτού που όταν το απομονώσεις φαίνεται αλλιώς. Της στιγμής που βγαίνει από τον εαυτό της.
kol3

Η πρώτη φωτό είναι του Siskind. Οι άλλες είναι αυτές που έφτιαξα όταν επέστρεψα, τις περισσότερες τις έχω ήδη αναρτήσει στο facebook στη σελίδα μου, αλλά ήθελα να τις μαζέψω εδώ ενθύμιον της σημερινής μέρας σπουδής, μαζί με μια ακόμα κάπως αλλιώτικη  – πιο τρισδιάστατη σαν να είναι η διαφημιστική αγγελία – αφίσα σημαία που έχει κάποιος υποστείλει.

lol3

lol4

lol5

lol6

lol7lol8

Πόλυ Χατζημανωλάκη
12 Μαρ. 16

Ποιήματα με φωνή ή χωρίς φωνή. Πρώτη ύλη και μαστορική

poi
Βρέθηκε πριν χρόνια στα χέρια μου μια έκδοση κάποιου Ελληνοαμερικανικού ιδρύματος με το An Octopus, της Μαριάν Μουρ. Ένα ποίημα κολλάζ φτιαγμένο με φράσεις από έναν τουριστικό οδηγό για ένα ονειρικό Χταπόδι, που είναι βουνό, που είναι τοπίο, με εκφράσεις τόσο ποιητικές και λεπτοφυείς αποσπασμένες με το ψαλιδάκι της ποίησης από την αφέλεια και τον στόμφο για τον οποίο είχαν διατυπωθεί αρχικά και ξανακολλημένες σε μια ποιητική φαντασμαγορία που με είχε συγκλονίσει.
Αυτό είχα στο νου μου όταν κάποτε δοκίμασα κι εγώ να φτιάξω ποίημα κολάζ. Εφτιαξα δυο. Το ένα ήταν ένα αυτοβιογραφικό για τον Πάμπλο Νερούντα, «Ο μικρός Νεφταλί στο πηγάδι ζητάει την άδεια να γεννηθεί» χρησιμοποιώντας στίχους από τα ποιήματά του από ανυποψίαστες χρονολογίες που όμως τα είχα ταιριάξει να υπακούουν μια αφήγηση διαφορετική, έχοντας ταυτιστεί με τον ποιητή με τρόπον που ούτε εκείνος το περίμενε, διαπράττοντας μια ιερή ιεροσυλία επί του σώματος των στίχων του.
Εκείνο το ποίημα, αναρτημένο εδώ στο φέησμπουκ, τράβηξε το ενδιαφέρον ενός εκδότη λογοτεχνικού περιοδικού, που θεώρησε ότι αποτελεί μετάφραση άγνωστου ποιήματος του Νερούντα και ενδιαφέρθηκε να το δημοσιεύσει. Το ενδιαφέρον του ατόνησε βέβαια όταν έμαθε ότι είναι κολάζ.
Ανεξάρτητα από την τύχη του δικού μου ποιήματος, εξακολουθώ να θεωρώ ότι τα ποιήματα κολάζ, ως άσκηση αυστηρή ποιητικής ή αφηγηματικής έκφρασης, είναι η απόδειξη ότι η πρώτη ύλη για την ποίηση δεν είναι απαραίτητα οι λέξεις. Κάτι υπάρχει στο βυθό που θέλει να εκφραστεί και κάποιος έχει λέξεις, κάποιος ίσως δεν μπορεί να βρει. Αν όμως σκηνοθετήσει σαν δομικές μονάδες φράσεις, το γεγονός ότι τοποθετούνται σε άλλο πλαίσιο ίσως δώσει διέξοδο σε αυτό το «κάτι».
Κάποτε αυτό που δίνει τη διέξοδο δεν είναι οι λέξεις, αλλά εικόνες που βλέπεις. Μια αλυσίδα από σκηνές και στιγμιότυπα από τον έξω κόσμο, που βρίσκουν τη θέση τους σε ένα κείμενο και εκεί που δεν το περιμένεις γίνονται οι βοηθοί, οι αλιείς του αισθήματος. Ένα κοτσύφι που βλέπεις, μια ρωγμή στον τοίχο, μικροί σχηματισμοί, ανάγλυφα, μικρές μικρές ουλές που επιτρέπουν στο Κάτι να πιαστεί.
Άλλοτε πάλι μια σύνθεση, μια εικόνα ολόκληρη, ατόφια, αρκεί για να προκαλεί μια βουή, μια αναταραχή στο στήθος, που ακούγεται μακριά και τότε η έκφραση επιτελείται και δεν έχει νόημα ούτε να βρεις λέξεις, ούτε να γράψεις. Τέτοιες εικόνες είναι ποιήματα χωρίς φωνή. Ακυρώνουν το ποίημα που ίσως έγραφες; Δεν ξέρω.
Δεν ξέρω τι πρέπει να εύχεσαι να συναντήσεις όταν περπατάς.

Φωτό: Προαστιακός Πεντέλης προς Αεροδρόμιο

Πόλυ Χατζημανωλάκη

Η φωτογραφική μηχανή της Νέλλυς, μικρή σαν φυλακτό

Nel1

Βρέθηκα σήμερα πάλι στην Πινακοθήκη Χατζηκυριάκου – Γκίκα, στο κτήριο της Κριεζώτου του Μουσείου Μπενάκη κατά προτροπήν και καθ’ υπόδειξιν του Α. Δ. για να δω ίχνη από το αρχείο του Παναγή Λεκατσά εκεί στο δεύτερο όροφο. Ψυχοθεραπευτική και παρηγορητική η επίσκεψη σήμερα, μια μέρα που δεν αισθάνομαι καλά – άκουσα προ ολίγου τον υπουργό οικονομικών στης Αυστρίας να με προσβάλει ευθέως για την ανεύθυνη κυβέρνηση που έχω επιλέξει – που τους καθυστερεί όλους εκεί και δεν δέχεται τα μέτρα που της προτείνουν – δεν είπε όπως οι προηγούμενοι αλλά φαντάζομαι το υπονοεί, που συμφωνούσαν και όλα τέλειωναν νωρίς.
Γράφω αυτές τις γραμμές – αδυνατώντας να κάνω την ορθότερη και διαυγέστερη πολιτική ανάγνωση της πραγματικότητας. Επηρεάζομαι από το συναίσθημα, αισθάνομαι αυτό που υποθέτω που αισθάνονται  και όλοι αυτοί που καλούν τον Αλέξη Τσίπρα να τα βροντήξει και επιστρέψει – πληγωμένη αξιοπρέπεια – για αυτήν την τραυματισμένη αυτοεικόνα που δημιούργησαν κάποιοι, του τεμπέλη, του κλέφτη, του αναξιοπρεπούς, αυτού που επαιτεί ευρωπαϊκά προγράμματα και που θέλει να φορτωθεί στους Ευρωπαίους φορολογούμενους, ο τσαμπατζής για να τον σώσουν.
Φωτογράφησα σήμερα την φωτογραφική μηχανή της Νέλλυς, δεν ήξερα πόσο μικρή ήταν – έβαλα δίπλα τα γιαλιά μου για φανεί, το βραβείο Λένιν του Ρίτσου, ένα επιστολικό δελτάριο που απευθυνόταν στον ζωγράφο και λόγιο Τζούλιο Καίμη, σκίτσα της Έλλης Παπαδημητρίου – που διέσωζε εικόνες και φορεσιές από την Σμύρνη, είδα το κομπολογάκι της Μελίνας Μερκούρη, επιστολές του Μενέλαου Λουντέμη, του Γιώργου Σαραντάρη, του Καραγάτση – φυσικά και αυτά που βρήκα από το αρχείο του Παναγή Λεκατσά τα φωτογράφησα αλλά και από το ατελιέ του ζωγράφου στον 5ο όροφο, όπως μου υπέδειξε ένας καλός φύλακας να ανέβω και να δω. Και του Καββαδία, του Ζήσιμου Λορεντζάτου, του Σκαλκώτα, του Καραγάτση βρήκα υλικό. Ίλιγγος. Θα επανέλθω, θα ξαναδώ τις φωτογραφίες μου θα δω τι διαβάζεται και τι δεν διαβάζεται από τις φωτογραφημένες επιστολές.
Ωστόσο, ο λόγος που γράφω αυτές τις γραμμές είναι γιατί ένιωσα βαθειά μέσα μου, πριν ακόμα αρχίσω τη συζήτηση με τον νεαρό φύλακα, την αίσθηση του και ποιος νοιάζεται για αυτήν την συγκίνηση. Εκείνο το «Εγώ ήρθα από την Ιωνία εσείς από πού ήρθατε» του «Αγαμέμνονα» τη στιγμή της εκτέλεσης, στον Θίασο του Αγγελόπουλου. Εμείς αυτό είμαστε. Εμείς. Και μετά σκέφτηκα ότι ακόμα και αν κανείς δεν νοιάζεται, εγώ αυτό αυτό θα έπρεπε αν κάνω, να την εκφράσω αν μπορούσα αυτήν την συγκίνηση. Μα ούτε αυτό δεν μπορώ γιατί ήδη ένα μέρος του εαυτού μου πάντα διαφωνεί και θέλει να σκέφτεται πολιτικά, ψύχραιμα και με τον ορθό λόγο, όταν οι καιροί είναι πολιτικοί και όταν είναι δύσκολοι.
Απομένει λοιπόν να ανεβάσω αυτήν την μικρή φωτογραφική μηχανή της Νέλλυς και κάποιες σκόρπιες άλλες φωτογραφίες χωρίς σχόλια από το Μουσείο και να σιωπήσω. Μερικές φορές δεν χρειάζεται περιγραφή ή σχόλιο. Κάτι μόνο και μόνο επειδή υπάρχει πράττει, κάπως έτσι έχει πει ο Γιώργος Σεφέρης. Πράττει και μας προστατεύει όπως το φυλακτό του Μάρκου Βαμβακάρη που φωτογράφισα επίσης.

Πόλυ Χατζημανωλάκη
25 Ιουνίου 2015

Nel2Nel3nel4Nel5Nel1

Η έκτυπη μορφή του ονόματος του Lawrence Durell στον περίπατο, έξω από το μποσκέτο της Κέρκυρας

bosk1

Συνάντησα κι εγώ την έκτυπη μορφή του ονόματος του Lawrence Durell στον περίπατο, έξω από το μποσκέτο της Κέρκυρας. Κοντοστάθηκα, παραξενεύτηκα και φωτογράφισα το όνομα του «άπατρι» όπως αποκαλούσε τον εαυτό του. Στην Κέρκυρα έζησε πριν τον πόλεμο μια μποέμικη ζωή και έγραψε για τη ζωή του εκεί την αφήγηση – το οδοιπορικό «Στη σπηλιά του Πρόσπερο» Prospero’ s Cell αναμνήσεις σκόρπιες σκοπίμως, εντυπώσεις και παρατηρήσεις.

bosk2
Το βιβλίο κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά – δεν το έχω διαβάσει ακόμη- αλλά και δωρεάν από το Scribdd για όποιον έχει την άνεση να το διαβάσει στο πρωτότυπο. Για τον Durell τα αισθήματά μου είναι αμφιθυμα. Είχα διαβάσει παλιά το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο και με μάγεψε. Μούδιασα όμως ξεφυλλίζοντας τα Ελληνικά Νησιά του, για την περιφρόνηση με την οποία μιλά για τους ντόπιους, μαρτυρίες και παράπονα κρατουμένων από τους Άγγλους Κυπρίων μαθητών του επί Αγγλικής Κατοχής στην Κύπρο, και είχα την υπομονή να διαβάσω μέχρι τέλους τα Πικρολέμονα – και την απάντηση του Κώστα Μόντη τις Κλειστές Πόρτες. Τα υπόλοιπα όποιος ασχοληθεί περισσότερο με την Κύπρο και την ιστορία εκείνης της εποχής θα μάθει, θα καταλάβει ίσως το γιατί όλα αυτά. Βαριές κατηγορίες έχουν ακουστεί.
Μια περίεργη σύμπτωση, αφορμή για αυτή την ανάρτηση:
Από την Κέρκυρα στην επίσκεψή μου τον Οκτώβριο του 2013  αγόρασα δυο βιβλία. Το «Οι ψίθυροι στους τοίχους» της Κατίνας Βλάχου και την πρόσφατη ποιητική συλλογή του εξαίρετου Κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη « Στη γλώσσα της Υφαντικής». Το πρώτο το διάβασα απνευστί στο ταξιδι και έγραψα  επί τόπου ένα μικρό σημείωμα που ανάρτησα στο διαδίκτυο. Από το δεύτερο, διάβασα απόψε ένα ποίημα για αυτή την έκτυπη μορφή του ονόματος. Με εντυπωσίασε η σύμπτωση! Το αντέγραψα και το παραθέτω.
Δεν μπορώ να διεισδύσω στο βάθος των υπαινιγμών. Των ανεξαργύρωτων λογαριασμών του ποιητή. Το αίσθημα όμως το ψυχανεμίζομαι. Τον σαρκασμό και την αναφορά στο κελί του Πρόσπερου. Τώρα στης θλίψης το κελί μονάζω.

ΟΠΟΥ Ο LAWRENCE DURELL
ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΣΤΗΝ ΕΚΤΥΠΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ
ΣΤΟ ΜΠΟΣΚΕΤΟ ΤΗΣ ΚΟΡΥΦΩΣ

(του Κυριάκου Χαραλαμπίδη)

Σχεδόν αστείο. Εγώ που ήμουν κάποτε φιλέλλην
και πανηδονιστής, τώρα να ντρέπομαι
γι’ αυτό που βλέπω. Και να λαχταρώ
του ρόδου τη φρεσκάδα
σ’ αυτά εδώ της Κόλασης τα χιόνια
Ήμουν, θυμάμαι, ακόλαστος χωρατατζής
και πλήγωνα βαθειά την έσω μου ευκοσμία.
Τώρα το ξέρω, τα γεμάτα θύελλα πόδια
των δημοτών της Οικουμένης θα ταιριάζαν
κομμάτι και σε μένα, υπό τον όρο
να χόρευα με γνήσια συγκίνηση μυουμένου
Και ετοιμοθάνατου γερόντου.

Ωστόσο
Καιρός υπάρχει ακόμα για το Τίποτα.
Έχουν οι Τέχνες είδωλα σπουδαία,
περίτεχνες κομμώσεις, ποίηση ακατάπαυστη,
σαν δεις το θάνατο από κάπου∙ κι αν η σκόνη
των πέντε – δέκα αισθήσεων που μας έχουν
δοθεί από πάνω, ακόμα λειτουργεί.
Ο πολυμήχανος εγώ που υπήρξα
της ιστορίας ο αγαπητικός
κάνοντας τσιριμόνιες στην Αλήθεια,
τώρα της θλίψης το κελί μονάζω

bosk3

Πόλυ Χατζημανωλάκη

7 Οκτωβρίου 2013

Ο Γιώργος Σεφέρης και η Μαρώ αντιγράφουν σε ένα τετράδιο τις Ωδές του Ανδρέα Κάλβου

«Δεν υπάρχει γνωστή προσωπογραφία του Ανδρέα Κάλβου», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στις Δοκιμές. «Καμιά φορά, όταν ο στίχος του επιμένει στο μυαλό μου, τον αισθάνομαι σαν ένα ανθρώπινο σχήμα που αγωνίζεται με τις απελπισμένες χειρονομίες του τυφλού, να παραμερίσει ένα αψηλό παραπέτασμα που τον σκεπάζει…»

Αυτά και άλλα κείμενα άλλων – που όλοι «αισθάνθηκαν», μεταγενέστεροι ποιητές,  με βοήθησαν κάποτε να συνθέσω μια προσωπογραφία του Κάλβου: «Η άγνωστη όψη του Κάλβου και οι απόψεις για τον χαρακτήρα του». Δημοσιεύτηκε στο πρώτο μου μυθιστόρημα (Οι Μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ) και  αλλά και το ιστολόγιό μου τις Πινακίδες από κερί εδώ: http://waxtablets.blogspot.gr/2011/09/blog-post.html

Ετσι λοιπόν, πριν μερικές μέρες, όταν είδα στο κτίριο της Κριεζώτου του Μουσείου Μπενάκη την σελίδα από το προσωπικό ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη εκεί που ακριβώς είχε γράψει αυτές τις αράδες, ήταν σαν να είδα από την άλλη πλευρά του παραπετάσματος αυτό το ανθρώπινο σχήμα, τις απελπισμένες χειρονομίες του – να διαγράφεται.
Είδα ακόμα και το τετράδιο, όπου στο Γιοχάνεσμπουργκ, μαζί με την Μαρώ, αντέγραφαν τις Ωδές. Εκεί στο στερέωμα της Νότιας Αφρικής γράφει αλλού ο Σεφέρης, βρισκόταν «η αρχή της αιτίας που μ’  έκανε να συνδέσω τόσο συχνά το πρόσωπο ή τη φωνή του Κάλβου με παραστάσεις άστρων»…

Ο ποιητής στο γραφείο του λοιπόν και χρόνια μετά τα τεκμήρια. Τα χαρτιά του.

kalv1

kalv2

kalv3

kalv4kalv5

Απόκρυψη/ανεύρεση θησαυρών: Αληθινές ιστορίες σε μικρή φόρμα

thes2

Θησαυρός από τον Άγιο Ιωάννη το Ρέντη Αττικής

Χρονολογία απόκρυψης περί το 325 – 300 π.Χ.
Χρονολογία ανεύρεσης: 1962

Σύνθεση: 13 αργυρά Αθηναϊκά νομίσματα σε λύχνο

Thes1

Θησαυρός από τη Μύρινα Καρδίτσης
Χρονολογία απόκρυψης περί το 440 π.Χ.
Χρονολογία ανεύρεσης: 1970

Σύνθεση: 149 στατήρες Αιγίνης σε μελαμβαφή όλπη

thes3

Θησαυρός από το Μούλκι Κορινθίας
Χρονολογία απόκρυψης περί το 350 – 325 π.Χ.
Χρονολογία ανεύρεσης: 1958

Σύνθεση: 149 αργυρές υποδιαιρέσεις σε αμφορέα – πελίκη

thes4

Θησαυρός από τη Νάξο
Χρονολογία απόκρυψης περί τα 150π.Χ.
Χρονολογία ανεύρεσης: 1926

Σύνθεση: 72 αργυρές υποδιαιρέσεις και δύο χάλκινες κοπές σε πήλινο αγγείο